κετονικός

κετονικός
-ή, -ό
αυτός που περιέχει κετόνες ή αναφέρεται σ' αυτές.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”